Βυζαντινοί και Μεταβυζαντινοί Χρόνοι
Πρώτη Βυζαντινή Περίοδος και
Περίοδος Αραβικής κατάκτησης (4ος αι. μ.Χ. – 961 μ.Χ.)
Το 395 μ.Χ., όταν διαιρέθηκε η αυτοκρατορία σε ανατολικό και δυτικό κράτος, η Κρήτη περιήλθε διοικητικά και στρατιωτικά στη δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης, με πρωτεύουσα τη Γόρτυνα. Οι μετακινήσεις των λαών στη βόρεια Βαλκανική, τον 5ο και 6ο αιώνα μ.Χ. και οι επιδρομές των Σλάβων κατά τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα μ.Χ. δεν επηρέασαν την ειρηνική ζωή που διήγε η Κρήτη ήδη από τη ρωμαϊκή περίοδο. Με την εξάπλωση του Χριστιανισμού τον 5ο και 6ο αιώνα μ.Χ. οργανώθηκαν οι πρώτες επισκοπές. Στην περιοχή του Ρεθύμνου ιδρύθηκαν οι επισκοπές Λάππης, Οαξού, Συβρίτου και Ελευθέρνης και ανεγέρθηκε σημαντικός αριθμός χριστιανικών ναών. Η συστηματική ανασκαφή του καθηγητή Π. Θέμελη στην Ελεύθερνα και ανασκαφές στη Λάππα, το Χρωμοναστήρι, την Ονυθέ, το Μελιδόνι, τους Αβδανίτες, το Πάνορμο, την Αξό, τη Σύβριτο, το Βυζάρι και την Αγία Γαλήνη, αποκάλυψαν βασιλικές της Πρώτης Βυζαντινής περιόδου.
Ο αρχιτεκτονικός τύπος της βασιλικής, που κυριάρχησε κατά την Πρώτη Βυζαντινή περίοδο, προήλθε από τη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική. Επρόκειτο για ορθογώνια οικοδομήματα με αψίδα στην ανατολική πλευρά, που χωρίζονταν εσωτερικά σε κλίτη με κίονες ή πεσσούς και καλύπτονταν με ξύλινη στέγη ή θόλους. Ο χώρος του ιερού διαχωριζόταν από τον υπόλοιπο ναό με μια χαμηλή κατασκευή, το φράγμα πρεσβυτερίου, που έφερε ανάγλυφο διάκοσμο. Τη διακόσμηση συμπλήρωναν εντυπωσιακά ψηφιδωτά δάπεδα και μαρμαροθετήματα.
Από το β΄ μισό του 7ου αιώνα μ.Χ. οι Άραβες επιχειρούσαν ναυτικές επιδρομές στην Ανατολική Μεσόγειο, γεγονός που κλόνισε τις ισορροπίες στην περιοχή. Αρκετοί παραθαλάσσιοι οικισμοί, που ζούσαν κυρίως από το εμπόριο, παρήκμασαν οικονομικά και ήδη από τα τέλη του 7ου έως και τον 8ο αιώνα μ.Χ. ορισμένοι από αυτούς εγκαταλείφθηκαν. Παράλληλα παρατηρείται το φαινόμενο της συρρίκνωσης των πόλεων και της οχύρωσης σημαντικών θέσεων στα παράλια και την ενδοχώρα. Τα ευρήματα από τη συστηματική ανασκαφή, υπό τη διεύθυνση της καθηγήτριας Χριστίνας Τσιγωνάκη, στη θέση Πυργί της Ελεύθερνας, καθώς και τα οικιστικά κατάλοιπα που αποκαλύφθηκαν στο Πάνορμο, την Αξό και την Αγία Γαλήνη φωτίζουν τη συνέχιση της κατοίκησης κατά τον 7ο και 8ο αιώνα μ.Χ.
Το 826/828 μ.Χ. οι Άραβες της Ισπανίας κυρίευσαν την Κρήτη. Η περίοδος της Αραβοκρατίας παραμένει αρκετά ασαφής καθώς δεν έχει εξακριβωθεί σε ποιό βαθμό η αραβική κυριαρχία επεκτάθηκε σε όλο το νησί ή περιορίστηκε σε συγκεκριμένες θέσεις όπως ο Χάνδακας (σημερινό Ηράκλειο), που αποτέλεσε την πρωτεύουσα των Αράβων και το βασικό ορμητήριό τους. Τα αρχαιολογικά τεκμήρια από την περιοχή του Ρεθύμνου περιορίζονται σε χάλκινα νομίσματα της περιόδου και τον Θησαυρό των Μεσονησίων, με εντυπωσιακά χρυσά κοσμήματα και βυζαντινά νομίσματα, τα οποία εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης.
Δεύτερη Βυζαντινή Περίοδος (961 μ.Χ.- 1204/1211 μ.Χ.)
Το 961 μ.Χ., μετά από πολλές άκαρπες προσπάθειες, ο στρατηγός και μετέπειτα αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς ανακατέλαβε την Κρήτη από τους Άραβες και το νησί εντάχθηκε και πάλι στην Βυζαντινή επικράτεια.
Στην Κρήτη εφαρμόστηκε ένα εκτεταμένο οχυρωματικό πρόγραμμα. Στη Δεύτερη Βυζαντινή περίοδο χρονολογούνται τα φρούρια της Άνω Συβρίτου, στην περιοχή του Καλογέρου, και στο Μονοπάρι, ενώ οχυρωμένη ήταν πιθανότατα και η πόλη του Ρεθύμνου.
Στο πλαίσιο της θρησκευτικής αναδιοργάνωσης ιδρύθηκε η αρχιεπισκοπή Κρήτης, η οποία έδρευε στον Χάνδακα, το σημερινό Ηράκλειο, και οι επιμέρους επισκοπές. Η θέση τους άλλαξε σε σχέση με την Πρώτη Βυζαντινή περίοδο, καθώς μεταφέρθηκαν σε ασφαλέστερα σημεία της ενδοχώρας. Στο Ρέθυμνο μαρτυρούνται από τις πηγές οι επισκοπές Α(γ)ρίου, Μυλοποτάμου και Καλαμώνος. Σημαντικές προσωπικότητες του μοναχισμού ανέλαβαν δράση, αμέσως μετά την ανακατάληψη του νησιού, για την αναζωπύρωση του θρησκευτικού αισθήματος των Κρητών.
Στις αρχές του 11ου αιώνα μ.Χ., ο μοναχός Ιωάννης ο Ξένος περιόδευσε στη Δυτική κυρίως Κρήτη, κηρύσσοντας και ιδρύοντας μοναστικές κοινότητες, με σημαντικότερη τη Μονή της Παναγίας Αντιφωνήτριας στα Μυριοκέφαλα. Το κείμενο της διαθήκης του δίνει σημαντικές πληροφορίες για την επίσκεψη του Ξένου στην Κωνσταντινούπολη, τα αυτοκρατορικά προνόμια που εξασφάλισε για τα ιδρύματά του και τη μεταφορά στην Κρήτη εικόνων και άλλων εκκλησιαστικών κειμηλίων.
Στη Δεύτερη Βυζαντινή περίοδο εισήχθη στην Κρήτη ο αρχιτεκτονικός τύπος του σταυροειδούς εγγεγραμμένου τρουλαίου ναού. Πρόκειται για σύνθετα οικοδομήματα με ισχυρό συμβολικό περιεχόμενο, καθώς στην κάτοψή τους τέσσερις καμάρες σχηματίζουν σταυρό, ενώ στο κέντρο τους υψώνεται ο τρούλος, που συμβολίζει τον ουράνιο θόλο. Ιδιαίτερη πλαστικότητα και διακοσμητική διάθεση διακρίνει τις εξωτερικές όψεις, στοιχεία που φανερώνουν επίδραση της αρχιτεκτονικής της Κωνσταντινούπολης. Το εσωτερικό των κτηρίων καλύπτεται από τοιχογραφίες, ενώ το τέμπλο που χωρίζει το ιερό από τον κυρίως ναό είναι ψηλό, συχνά από μάρμαρο και φέρει ανάγλυφο διάκοσμο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα του τύπου αυτού στο Ρέθυμνο είναι ο ναός του Αγίου Δημητρίου στον ομώνυμο οικισμό, ο ναός του Αγίου Γεωργίου στον Καλαμά και ο ναός της Παναγίας στη Λαμπινή. Παράλληλα επιβιώνει ο τύπος της βασιλικής, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ναό της Αγίας Ειρήνης στη Βιράν Επισκοπή.
Στους πρώιμους ενετικούς χάρτες σημειώνονται πολυάριθμοι οικισμοί, των οποίων η ύπαρξη ανάγεται στη Δεύτερη Βυζαντινή περίοδο, ωστόσο τα αρχαιολογικά δεδομένα είναι λιγοστά. Η συστηματική ανασκαφή του «βυζαντινού σπιτιού» στη θέση Αγία Άννα Ελεύθερνας, από τον καθηγητή Θ. Καλπαξή έδωσε σημαντικά στοιχεία για την κατοίκηση κατά την περίοδο αυτή, ενώ ένδειξη για την κατοίκηση αποτελεί και η ύπαρξη των ναών της περιόδου στην Αργυρούπολη (αρχαία Λάππα), τον Άγιο Δημήτριο, το Χρωμοναστήρι, τη Βιράν Επισκοπή, τον Καλαμά, την Κυριάννα, το Μέρωνα, το Φρατί και τη Λαμπινή.
Από τις γραπτές πηγές προκύπτει ότι στο τέλος της περιόδου στην Κρήτη είχε διαμορφωθεί μια ισχυρή τάξη γαιοκτημόνων, κάποιοι από τους οποίους, όπως οι Καλλέργηδες, οι Χορτάτζηδες και οι Βαρούχες, κατείχαν μεγάλες εκτάσεις στην περιοχή του Ρεθύμνου. Οι ισχυρές αυτές οικογένειες, οι οποίες είχαν βυζαντινή καταγωγή, πιθανότατα αποτέλεσαν τον ιστορικό πυρήνα της παράδοσης για τα «δώδεκα αρχοντόπουλα», που στη συνέχεια ηγήθηκαν του αγώνα εναντίον των Ενετών.
Ενετοκρατία (1204/1211 μ.Χ – 1646/1669 μ.Χ.)
Το 1204 μ.Χ., μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους και τον διαμελισμό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η Κρήτη περιήλθε στα χέρια του Βονιφάτιου του Μομφερράτου, αρχηγού της Σταυροφορίας, που την πούλησε στους Ενετούς.
Οι Ενετοί εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη το 1211 μ.Χ. και παρέμειναν έως και το 1669 μ.Χ. όταν ολοκληρώθηκε η κατάκτηση του νησιού από τους Οθωμανούς. Εξαιτίας της νευραλγικής της θέσης, στο σταυροδρόμι εμπορικών δρόμων, η Κρήτη αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες αποικίες της Βενετίας. Οι πρώτοι αιώνες της κατάκτησης χαρακτηρίζονται από τις συνεχείς εξεγέρσεις των ντόπιων.
Σημαντικότερη για το Ρέθυμνο ήταν η μεγάλη εξέγερση του Αλέξιου Καλλέργη, που έληξε το 1299 μ.Χ. με την περίφημη Συνθήκη, σύμφωνα με την οποία ο Καλλέργης εξασφάλισε τα φέουδά του και κατοχύρωσε σημαντικά προνόμια. Τομές για την περιοχή του Ρεθύμνου αποτελούν επίσης η εγκατάσταση των πρώτων Ενετών αποίκων το 1222 μ.Χ. και η επίσημη αναγνώριση του διοικητικού διαμερίσματος του Ρεθύμνου με τον διορισμό του πρώτου Ρέκτορα (διοικητή), το 1307 μ.Χ. Ένα από τα πρώτα μέτρα που πήραν οι Ενετοί ήταν η κατάργηση της ορθόδοξης ιεραρχίας και η τοποθέτηση Λατίνων επισκόπων στη θέση των ορθόδοξων.
Παράλληλα εγκαταστάθηκαν σταδιακά στο νησί τα καθολικά τάγματα των Δομινικανών, των Φραγκισκανών και των Αυγουστινιανών μοναχών. Στα μέσα περίπου του 14ου αιώνα μ.Χ., εμφανίζεται σε έγγραφα της περιόδου και για το Ρέθυμνο ο όρος πόλη (civitas Rethimi), που χρησιμοποιείτο πλέον για τις πρωτεύουσες των τεσσάρων διαμερισμάτων του νησιού (Χάνδακας, Χανιά, Ρέθυμνο, Σητεία). Από την περίοδο αυτή και στο εξής, το Ρέθυμνο αποτέλεσε οικονομικό κέντρο για την ευρύτερη περιοχή του γεωγραφικού του διαμερίσματος, το οποίο ταυτίζεται με τα όρια της σημερινής Περιφερειακής Ενότητας.
Η πόλη του Ρεθύμνου αναπτύχθηκε σταδιακά και τειχίστηκε, στα μέσα του 16ου αιώνα, με οχυρωματικό περίβολο. Μετά τη συστηματική καταστροφή της από τον οθωμανικό στόλο το 1571 μ.Χ. και τις καταστροφικές πλημμύρες του 1590 μ.Χ. ξανακτίστηκε σύμφωνα με τα σύγχρονα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα, αποκτώντας έναν υστεροαναγεννησιακό χαρακτήρα. Την ίδια περίοδο κατασκευάστηκε και το Φρούριο Φορτέτζα, σύμφωνα με το προμαχωνικό σύστημα, για την ενίσχυση της άμυνας της πόλης. Πλήθος σημαντικών δημόσιων κτισμάτων, όπως η Loggia και η κρήνη Rimondi, καθώς και ιδιωτικών κτηρίων με εντυπωσιακά θυρώματα που διασώζονται ως τις μέρες μας, μαρτυρούν την ακμή της κατά την περίοδο αυτή.
Η πλειονότητα των σημερινών οικισμών του Ρεθύμνου υπήρχε ήδη κατά την Ενετική περίοδο. Οικισμοί όπως ο Μαρουλάς, το Χρωμοναστήρι, o Πίκρης, η Αμνάτος, το Μούνδρος, η Πόλις (αρχαία Λάππα, σήμερα Αργυρούπολη), η Μεγάλη Επισκοπή, ο Άγιος Κωνσταντίνος, τα Ρούστικα και η Επισκοπή Μυλοποτάμου, διασώζουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό τον οικιστικό πυρήνα τους, που ανήκει σε αυτή την περίοδο. Δείγματα ακμής αποτελούν οι ναοί ή τα μεμονωμένα αρχοντικά που διασώζονται έως τις ημέρες μας, σε οικισμούς όπως οι Μαργαρίτες, τα Σκουλούφια, ο Πρίνος, ο Ορθές, η Κυριάννα, ο Καλαμάς, το Καστρί, ο Μέρωνας, οι Ελλένες, το Βυζάρι, ο Φουρφουράς, η Πατσός και ο Κισσός.
Κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας στην Κρήτη κυριαρχεί ο απλούστερος αρχιτεκτονικός τύπος του μονόχωρου καμαροσκέπαστου ναού. Οι ναοί αυτοί ήταν επιχρισμένοι εξωτερικά, ενώ η κόσμησή τους περιοριζόταν στα περίτεχνα ανάγλυφα πλαίσια των θυρωμάτων, με σαφείς επιρροές από τη γοτθική τέχνη, καθώς και στον τοιχογραφικό διάκοσμο στο εσωτερικό τους. Ενδεικτικό παράδειγμα του τύπου αποτελούν οι μικρών διαστάσεων ναοί της Παναγίας στον Θρόνο Αμαρίου, του Αγίου Γεωργίου στον Αρτό, του Αγίου Ιωάννη στον Κισσό και της Παναγίας στον Άγιο Ιωάννη Μυλοποτάμου. Την ίδια περίοδο χρησιμοποιήθηκε και ο τύπος του σταυροειδούς εγγεγραμμένου, σε ναούς που λόγω του εντυπωσιακού τους μεγέθους μπορούν να ερμηνευθούν ως έδρες επισκοπών, στην περιοχή του Ρεθύμνου ναοί αυτού του τύπου είναι της Παναγίας στην Πατσό και του Άγιου Ιωάννη Επισκοπής Μυλοποτάμου.
Σε πλήθος μονόχωρων καμαροσκέπαστων ναών, διάσπαρτων στη ύπαιθρο, διατηρείται ο εκτεταμένος τοιχογραφικός διάκοσμος, στον οποίο διακρίνονται από τις πιο λαϊκότροπές τάσεις μέχρι υψηλής ποιότητας ζωγραφική, που ακολούθησε τα καλλιτεχνικά ρεύματα της περιόδου όπως διαμορφώθηκαν στα μεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα της εποχής. Παράλληλα στην περιοχή του Ρεθύμνου φαίνεται ότι δραστηριοποιούνταν τοπικά εργαστήρια γλυπτικής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το τμήμα σαρκοφάγου από αρκοσόλιο, μέλους της οικογένειας Zangarol(o), που προέρχεται από το ναό της Ζωοδόχου Πηγής στον Πρίνο Ρεθύμνου, που ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του ελεύθερου σταυρού με τρούλο και χρονολογείται στα 1550/55 και 1570 μ.Χ. Τα αρκοσόλια αποτελούν μια ιδιαίτερη μορφή ταφικών μνημείων, υπέργεια, επιτοίχια, συχνά με μορφή εσοχής στο πάχος του τοίχου, και αποτελούνται από δυο τμήματα: τη σαρκοφάγο στο κατώτερο τμήμα και ένα υπερκείμενο τόξο που την καλύπτει. Στην Κρήτη σώζεται ένας μεγάλος αριθμός, κυρίως στους ναούς της υπαίθρου. Συχνά φέρουν γλυπτή διακόσμηση, με φυτικά και γεωμετρικά κυρίως μοτίβα και σπανιότερα με εικονιστικές παραστάσεις, καθώς και το οικόσημο του νεκρού.
Την περίοδο της ενετικής κυριαρχίας στην Κρήτη παρατηρήθηκε μια ιδιαίτερη άνθηση στις τέχνες και τη λογοτεχνία. Η τέχνη της εικόνας, που από το 15ο αιώνα μ.Χ. και μετά φαίνεται να αντικατέστησε τις τοιχογραφίες, γνώρισε ξεχωριστή ανάπτυξη στο νησί. Σημαντικοί ζωγράφοι εικόνων όπως η οικογένεια των Λαμπάρδων και ο Εμμανουήλ Τζάνες κατάγονταν από το Ρέθυμνο. Η πνευματική άνθηση της εποχής σηματοδοτήθηκε με την ίδρυση στο Ρέθυμνο της Aκαδημίας των Vivi, στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα μ.Χ., αλλά και την παρουσία σημαντικών προσωπικοτήτων του πνεύματος όπως ο επιφανής λόγιος Φραγκίσκος Barozzi, ο συγγραφέας Γεώργιος Χορτάτζης ή ο εκδότης και ένας από τους σημαντικότερους φιλολόγους της Αναγέννησης Μάρκος Μουσούρος (1470-1517), ο οποίος δίδαξε ελληνική φιλολογία στα πανεπιστήμια της Πάντοβας και της Βενετίας και ως τόπος καταγωγής του αναφέρεται είτε το Ρέθυμνο είτε η Candia (Ηράκλειo/Κρήτη).